διείρομαι

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρομαι Medium diacritics: διείρομαι Low diacritics: διείρομαι Capitals: ΔΙΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: dieíromai Transliteration B: dieiromai Transliteration C: dieiromai Beta Code: diei/romai

English (LSJ)

   A v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.

Greek Monotonic

διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.