διατρύγιος

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρύγιος Medium diacritics: διατρύγιος Low diacritics: διατρύγιος Capitals: ΔΙΑΤΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diatrýgios Transliteration B: diatrygios Transliteration C: diatrygios Beta Code: diatru/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τρύγη), διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row

   A bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.

German (Pape)

[Seite 608] einmal bei Homer, Odyss. 24, 342, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, διατρύγιος δὲ ἕκαστος ἤην· ἔνθα δ' ἀνὰ σταφυλαὶ παντοῖαι ἔασιν, ὁππότε δὴ Διὸς ὧραι ἐπιβρίσειαν ὕπερθεν: man versteht unter ὄρχος διατρύγιος eine Reihe von Weinstöcken, zwischen denen Korn wächst, oder die zu verschiedener Zeit Trauben bringen, vgl. Odyss. 7, 122 ff. S. Scholl. Odyss. 24, 342 Eustath. p. 1964, 24 Apoll. Lex. Homer. p. 58, 21 Hesych. Etymol. m. p. 271, 26.

Greek (Liddell-Scott)

διατρύγιος: -ον, (τρύγη)· ἐν Ὀδ. Ω.342, διατρύγιος δὲ ἕκαστος [[[ὄρχος]]] ἤην, ἑκάστη σειρὰ ἔφερε σταφυλὰς διαδοχικῶς, Εὐστ. ἐν τόπῳ· πρβλ. Ὀδ. Η.122 κἑξ.

English (Autenrieth)

(τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
constantemente vendimiable δ. δὲ ἕκαστος (ὄρχος) ἤην cada liño de vides producía constantemente, Od.24.342.

Greek Monolingual

διατρύγιος, -ον (Α) τρυγώ
επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, του οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.).

Greek Monotonic

διατρύγιος: [ῠ], -ον (τρύγη), αυτός που δίνει περισσότερες από μία σοδειές, σε Ομήρ. Οδ.