διερευνητής
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A scout or vedette, X. Cyr.5.4.4, 6.3.2. II spy, D.H.4.43.
Greek (Liddell-Scott)
διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
•espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.
Greek Monolingual
ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.
Greek Monotonic
διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.