διαποστέλλω

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαποστέλλω Medium diacritics: διαποστέλλω Low diacritics: διαποστέλλω Capitals: ΔΙΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: diapostéllō Transliteration B: diapostellō Transliteration C: diapostello Beta Code: diaposte/llw

English (LSJ)

   A dispatch, χρήματα εἰς Χίον D.35.54, cf. Plb.5.17.9, D.S.19.30; κήρυκας Supp.Epigr.2.261.6 (Delph., iii B. C.):—Pass., τοῦ παρ' ἡμῶν -ομένου παιδαρίου UPZ39.18 (ii B. C.); of a letter, Plb. 5.42.7; of scouts, Id.18.22.2:—Med. in act. sense, IG12(7).32.15 (Amorgos), SIG692.56 (Delph., ii B.C.); send as a representative, POxy.286.26 (i A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

διαποστέλλω: ἀποστέλλω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἐξαποστέλλω, Δημ. 942. 16, Πολύβ. 5. 42, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer de côté et d’autre;
2 envoyer par un messager, mander en parl. d’une lettre;
3 envoyer comme messager.
Étymologie: διά, ἀποστέλλω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de cosa enviar, mandar τὰ χρήματα τὰ παρ' ἡμῶν εἰς Χίον D.35.54, τοῦ δό[γμ] ατος τὸ ἀντίγραφον πρὸς τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναί[ω] ν FD 2.68.56 (III a.C.), cf. 3.238.23 (II a.C.), en v. pas. ἐπιστολὴ διαπεσταλμένη Plb.5.42.7.
2 c. ac. de pers. enviar, despachar esp. como mensajero πρὸς τοὺς ἄλλο[υς] Ἕλληνας διεπρέσβευσαν καὶ κήρυκας διαποστείλ[αν] τες ... FD 1.479.5 (III a.C.), τοὺς γραμματοφόρους πρὸς τὰς ἐν Πελοποννήσῳ ... πόλεις Plb.5.17.9, (τοὺς αὐτομολήσαντας) ἐπὶ τὰς πόλεις D.S.19.50, cf. 61, en v. pas. οἱ διαποστελλόμενοι Plb.18.22.2, ὁ διαποσταλησόμενος πρὸς αὐτόν Plb.31.15.13, τὸ παρ' ἡμῶν διαποστελλόμενον παιδάριον UPZ 39.18 (II a.C.)
tb. como representante o apoderado, en v. pas. διαπέσταλμαι πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ [τελείωσι] ν PFam.Teb.29.12 (II d.C.), cf. BGU 1168.3 (I a.C.), ὁ διαπεσταλμένος ὑπ' ἐμοῦ Αὐρήλιος Ἀπολλώνιος POxy.1220.46 (III d.C.), cf. PMich.614.37 (III d.C.)
raro en v. med. πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ τελείωσιν διαπέσταλμαι Ἡρακλείδην POxy.286.26 (I d.C.), cf. PLond.908.35 (II d.C.).

Greek Monotonic

διαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω πρέσβεις, απεσταλμένους, σε Δημ.