δύσνοια

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοια Medium diacritics: δύσνοια Low diacritics: δύσνοια Capitals: ΔΥΣΝΟΙΑ
Transliteration A: dýsnoia Transliteration B: dysnoia Transliteration C: dysnoia Beta Code: du/snoia

English (LSJ)

ἡ,

   A disaffection, ill-will, malevolence, S.El.654, E.Hec.973, Pl.Tht.151d, Plu.Demetr.3, Phld. Lib.p.29 O., etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, das Uebelwollen, die Abgeneigtheit; Soph. El. 644; Eur. Hec. 975; in Prosa, Plat. Theaet. 151 d u. Sp., wie Plut. Dem. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοια: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, δυσμένεια, Σοφ. Ἠλ. 654, Εὐρ. Ἑκ. 973, Πλάτ. Θεαιτ. 151D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: δύσνοος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala voluntad, malevolencia ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.El.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.Hec.973, ἀπιστία καὶ δ. Plu.Demetr.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. εὔνοια Pl.Tht.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι αὐτοῦ ἕνεκεν ἐκείνου Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aristeas 270, Pythag.Ep.7.2, Phld.Lib.fr.60.7
c. prep. δ. ἐς τοὺς Θηβαίους Paus.9.13.8, ἡ πρὸς Ἡρώδην δ. I.AI 15.169, cf. D.C.41.63.5.

Greek Monolingual

δύσνοια, η (Α)
δυσμένεια, εχθρική διάθεση.

Greek Monotonic

δύσνοια: ἡ (δύσνοος), εχθρική διάθεση, δυσμένεια, κακοβουλία, σε Σοφ., Ευρ.