ἐκμάσσατο
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
3sg. aor. I, he
A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐκμαίομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐκμαίομαι.
Greek Monotonic
ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.