ἐκκαλύπτω

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκᾰλύπτω Medium diacritics: ἐκκαλύπτω Low diacritics: εκκαλύπτω Capitals: ΕΚΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: ekkalýptō Transliteration B: ekkalyptō Transliteration C: ekkalypto Beta Code: e)kkalu/ptw

English (LSJ)

   A uncover, τὸ παιδίον Hdt.1.112; disclose, reveal, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Even.5 ; πάντ' ἐκκάλυψον A.Pr.195, cf. S.Aj.1003; πάντ' ἐ. ὁ χρόνος Id.Fr.918 ; λέγ' ἐκκαλύψας κρᾶτα E.Supp.III; ἐ. μυστικοὺς λόγους Phld.Ir.p.46W.: folld. by relat., ἐκκάλυπτε..ἡμῖν οὕστινας λέγεις λόγους E.IA872 :—Med., uncover one's head, unveil oneself, Od.10.179 (tm.): pf. fut. ἐκκεκαλύψομαι Ar.Av.1503 ; opp. ἐγκαλύπτομαι, Pl.Phd.118a.    2 unmask, τινά Aeschin.3.55.

German (Pape)

[Seite 762] enthüllen, entblößen; Soph. Ai. 982; κρᾶτα Eur. Suppl. 123; Plat. Phaed. 118 b u. sonst; übertr., πάντ' ἐκκάλυψον καὶ γέγων' ἡμῖν λόγον Aesch. Prom. 193; πάντ' ἐκκαλύπτων ὁ χρόνος εἰς τὸ φῶς ἄγει Soph. frg. 657; – Med., sich enthüllen; Od. 10, 179; Ar. Av. 1503.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τὸ παιδίον Ἡρόδ. 1. 112˙ ἀποκαλύπτω, φανερώνω, ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Εὔην. 4. Bgk.˙ πάντ’ ἐκκάλυψον Αἰσχύλ. Πρ. 193, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1003˙ πάντ’ ἐκκ. ὁ χρόνος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 657˙ λέγ’ ἐκκαλύψας κρᾶτα Εὐρ. Ἱκ. 111. ― Μέσ., ἀποσκεπάζω ἐμαυτόν, ἀποσκεπάζομαι, ἐγείρομαι, ἐκ δὲ καλυψάμενοι… θηήσαντ’ ἔλαφον, «ἀποσκεπασθέντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 179, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1503· Ϗ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐγκαλύπτομαι, Πλάτ. Φαίδων 118Α.

French (Bailly abrégé)

découvrir :
I. au pr.
II. fig. 1 démasquer (qqn) acc.;
2 révéler, acc.;
3 expliquer, faire comprendre, acc.;
Moy. ἐκκαλύπτομαι se découvrir le visage.
Étymologie: ἐκ, καλύπτω.

Spanish (DGE)

(ἐκκᾰλύπτω) I tr.
1 concr., c. ac. de pers. o parte del cuerpo de una pers. descubrir, destapar (τὸ βρέφος) ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε Hdt.1.112, αὐτόν Pl.Phd.118a, κρᾶτα E.Supp.111, cf. HF 1226
c. el doble sent. de desenmascarar με Aeschin.3.55, (Μιθριδάτην) ἐκκαλύψαι πρὸς τοὺς παρόντας Ctes.26 (p.479)
fig. de cosa, en v. pas. ser descubierto, quedar a la vista τὸ τέως ἀόρατον ἅγιον ἐκκαλυφθὲν ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων habiendo quedado a la vista de otros pueblos el sagrado recinto nunca visto hasta ahora I.BI 1.152.
2 fig. de pers. presentar en público en v. pas. c. part. pred., de personajes de tragedia οὗτοι (μονάρχαι) μὲν γὰρ ἀποσφαττόμενοι καὶ ἐκτραγῳδούμενοι ... ἑκάστοτε ἐκκαλύπτονται (de Agamenón, Egisto, etc.), Ael.VH 2.11.
3 fig., c. ac. abstr. desvelar, revelar, poner de manifiesto πάντ' ἐκκάλυψον A.Pr.195, πάντ' ἐκκαλύπτων ὁ χρόνος εἰς <τὸ> φῶς ἄγει S.Fr.918, τὸ πᾶν κακόν S.Ai.1003, πολλάκις ἀνθρώπων ὀργὴ νόον ἐξεκάλυψεν Euen.4, τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας LXX Pr.26.26, μυστικοὺς λόγους Phld.Ir.20.27, τὴν αὐτοῦ διάνοιαν Plu.Cat.Mi.51, cf. Clem.Al.Strom.5.10.62, Aristid.Quint.80.13, μέχρις ἂν ... ἡ φωνὴ πάντ' (ἐνθυμήματα) ἐκκαλύψῃ Ph.1.216, τὰ μυστήρια D.H.Pomp.6.7, τὰ κρυπτά Longus 4.18.2, τὸν τοῦ λόγου σκοπόν Basil.Ep.189.4, τὸ ἄδηλον ... διὰ τῶν φανερῶν Alex.Aphr.in APr.18.25, cf. Hsch.H.Hom.16.16, τὸ σημαινόμενον Gr.Nyss.Eun.1.204, τὸ συντριμμὸν τῆς καρδίας Amph.Or.4.183, θεωρίαι ... θαυμαστὰ δόγματα ἐκκαλύπτουσαι Procl.in R.1.95, τὸν οἰκεῖον ἔρωτα Anon.Decl.Par.104
c. interr. indir. y dat. ἐκκάλυπτε ... ἡμῖν οὕστινας στέγεις λόγους E.IA 872, en v. pas. ἡ πενία τοῦ Λυσάνδρου ... ἐκκαλυφθεῖσα Ephor.207, τὴν ἐπιφορὰν ἄδηλον οὖσαν ἐκκαλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν λημμάτων Chrysipp.Stoic.2.78, cf. D.L.9.97, Them.Or.7.93a
en v. med. mismo sent. πάντ' ἐκκαλύψασθαι λόγον Critias Fr.Trag.1.5.
II intr., en v. med.
1 de pers. descubrirse, destaparse prob. el rostro, cubierto en señal de duelo, Od.10.179, por otros motivos, Ar.Au.1503, Pl.Phd.118a, Plu.Per.16, Paus.4.18.6.
2 de flores abrirse Thphr.HP 3.10.4.

Greek Monolingual

(AM ἐκκαλύπτω)
1. ξεσκεπάζω
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
αρχ.
1. εκμυστηρεύομαι
2. εξηγώ, ερμηνεύω.

Greek Monotonic

ἐκκᾰλύπτω: μέλ. -ψω, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.· φανερώνω, φέρνω στο φως, σε Αισχύλ., Σοφ. — Μέσ., αποκαλύπτω τον εαυτό μου, αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.