ἐπαγείρω
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
A gather together, collect, of things, Il.1.126:—Pass., of men, assemble, πρὶν ἐπὶ ἔθνε' ἀγείρετο Od.11.632, cf. Pi.P.9.54 (Act.).
German (Pape)
[Seite 893] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγείρω: συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ ἅπαξ φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93.
French (Bailly abrégé)
rassembler.
Étymologie: ἐπί, ἀγείρω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐπαγείρω
1 call together “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” (P. 9.54)
Greek Monolingual
ἐπαγείρω (Α)
συναθροίζω, συγκεντρώνω («λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγείρω «συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
ἐπᾰγείρω: μέλ. -ᾰγερῶ, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.