ἐξανέρχομαι

From LSJ
Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανέρχομαι Medium diacritics: ἐξανέρχομαι Low diacritics: εξανέρχομαι Capitals: ΕΞΑΝΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: exanérchomai Transliteration B: exanerchomai Transliteration C: eksanerchomai Beta Code: e)cane/rxomai

English (LSJ)

   A come forth from, γῆς ἐξανελθών E.Tr.753.

German (Pape)

[Seite 869] (s. ἔρχομαι), = ἐξάνειμι, γῆς Eur. Tr. 748.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανέρχομαι: ἀνέρχομαι ἔκ τινος, γῆς ἐξανελθὼν Εὐρ. Τρῳ. 748.

French (Bailly abrégé)

sortir de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀνέρχομαι.

Spanish (DGE)

surgir, salir del interior de c. gen. οὐκ εἶσιν Ἕκτωρ ... γῆς ἐξανελθὼν σοὶ φέρων σωτηρίαν Andrómaca a Astianacte, E.Tr.753
surgir de las profundidades ἐκ δ' ἄρα κεῖθεν ἀνέρχεται Man.2.124 (tm.).

Greek Monolingual

ἐξανέρχομαι (Α)
ανέρχομαι, βγαίνω από κάπου («γῆς έξανελθών», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξανέρχομαι: βγαίνω έξω, εξέρχομαι από, με γεν., σε Ευρ.