ἐπιθωΰσσω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A shout or call out, give loud commands, A.Pr.73; οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας τοῦτο thou didst urge this upon not unwilling ears, ib.279; κάλαμος . . κώπαις ἐπιθωΰξει E.IT1127.
German (Pape)
[Seite 944] zurufen, οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώϋξας τοῦτο Aesch. Prom. 277, vgl. 73; ἐπιθωΰξει κώπαις ὁ κάλαμος Eur. I. T. 1127, dazu tönen; – σκύλακας, anhetzen, Synes.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεθώϋξα;
crier sur ; presser, exhorter, encourager, τινι.
Étymologie: ἐπί, θωΰσσω.
Greek Monotonic
ἐπιθωΰσσω: μέλ. -ξω, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, δίνω μεγαλοφώνως διαταγές, σε Αισχύλ.· ἐπεθώϋξας τοῦτο, ανακοίνωσες, ώθησες αυτό πάνω μας, στον ίδ.