ἐφίππιος

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίππιος Medium diacritics: ἐφίππιος Low diacritics: εφίππιος Capitals: ΕΦΙΠΠΙΟΣ
Transliteration A: ephíppios Transliteration B: ephippios Transliteration C: efippios Beta Code: e)fi/ppios

English (LSJ)

ον,

   A for putting on a horse, κασᾶς X.Cyr.8.3.6, PLond.2.402 ii 5 (ii B.C.); πῖλος Plu.Art.11; ἐ., τό, saddle-cloth, Antiph.109, X.Eq.7.5, Epict.Fr.18 (pl.); saddle, Luc.Nav.30, Hist.Conscr.45: pl., Hor. Epist.1.14.43.    II ἐφίππιος (sc. δρόμος), ὁ, horse-course, a course of a certain length so called, Pl.Lg.833b. (-ειος codd. Plu.Art.l.c., Epict. l. c., etc., but -ῐος Antiph. l. c., Hor. l. c.)

German (Pape)

[Seite 1119] auch ἐφίππειος, auf dem Pferde, zum Pferde gehörig; δρόμος, Wettrennen, Plat. Legg. VIII, 833 b; κάσαι ἐφίππειοι, Schabracken, Xen. Cyr. 8, 3, 6; eben so τὸ ἐφίππιον στρῶμα, Pferdedecke unter dem Sattel, Antiphan. bei Ath. XI, 503 b; ohne Zusatz, τὸ ἐφίππιον, oder ἐφίππειον, Xen. Equ. 7, 5 u. öfter; Luc. Navig. 30; Plut. Artax. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφίππιος: -ον, (ἵππος) ὁ ἐπὶ τοῦ ἵππου τιθέμενος, κασᾶς δὲ τούσδε τοὺς ἐφιππίους τοῖς τῶν ἱππέων ἡγεμόσι δὸς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6· πῖλος Πλουτ. Ἀρτοξ. 11 (ἔνθα ἐφίππειος)· τὸ μὲν ἐφίππιον στρῶμ’ ἐστὶν ἡμῖν, τὸ μὲν ἐφίππιον χρησιμεύει εἰς ἡμᾶς ὡς στρῶμα, Ἀντιφάνης ἐν «Ἱππεῦσι» 1· ἐπειδάν γε μὴν καθίζηται, ἐάν τε ἐπὶ ψιλοῦ ἐάν τε ἐπὶ τοῦ ἐφιππίου, τοῦ σάγματος δηλ., Ξεν. Ἱππ. 7. 5. ΙΙ. ἐφίππιος (δηλ. δρόμος), ὁ, ὁ τοῦ ἱππέως δρόμος, δρόμος ὡρισμένης τινὸς ἐκτάσεως, Πλάτ. Νόμ. 833Β. -«ἐφίππιον: ἀγώνισμα ἐφ’ ἵππων τρεχόντων» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on met sur un cheval (couverture, housse, etc.).
Étymologie: ἐπί, ἵππος.

Greek Monolingual

-ο(ν), τὸ (Α ἐφίππιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το εφίππιο(ν)
το κάλυμμα της ράχης του αλόγου, ή σέλα ή το σαμάρι
αρχ.
1. αυτός που τίθεται πάνω στο άλογο
2. το αρσ. ως ουσ. ἐφίππιος (ενν. δρόμος)
δρόμος ορισμένου μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππ-ιος (< ἵππος)].

Greek Monotonic

ἐφίππιος: -ον (ἵππος), αυτός που έχει τοποθετηθεί πάνω σε άλογο, σε Ξεν.· ἐφίππιον (ενν. στρῶμα), τό, ύφασμα κάτω απ' το σαμάρι, στον ίδ.