εὔχροος

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχροος Medium diacritics: εὔχροος Low diacritics: εύχροος Capitals: ΕΥΧΡΟΟΣ
Transliteration A: eúchroos Transliteration B: euchroos Transliteration C: eychroos Beta Code: eu)/xroos

English (LSJ)

ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα)

   A well-coloured, of good or healthy complexion, Hp.Aph.3.17, X.Lac.5.8, etc.; κριὸν εὔχρουν IG5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. -οώτερος X.Cyr.8.1.41; -ούστερος Arist.Pr.863b1: Sup. -ούστατος ib.960b5.    2 in Music, εὔχροα χρώματα Philoch.66.

German (Pape)

[Seite 1110] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους χρόα, schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. εὔχρως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροος: -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. εὔχρως· (χρόα)· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν χρῶμα, καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος αὐτόθι 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
de belle couleur, de beau teint;
Cp. εὐχροώτερος.
Étymologie: εὖ, χρόα.

Greek Monotonic

εὔχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, Ιων. -χροιος, -ον (χρόα)· αυτός που έχει καλό χρώμα, ζωηρόχρωμος, αυτός που έχει καλή όψη, όμορφη επιδερμίδα προσώπου, ακμαίος, σφριγηλός, υγιής, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -οώτερος, στον ίδ.