εὐθηλής

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηλής Medium diacritics: εὐθηλής Low diacritics: ευθηλής Capitals: ΕΥΘΗΛΗΣ
Transliteration A: euthēlḗs Transliteration B: euthēlēs Transliteration C: efthilis Beta Code: eu)qhlh/s

English (LSJ)

ές,

   A v. εὐθᾱλής.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.

Greek Monolingual

εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).

Greek Monotonic

εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.