ἡδύχροος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠχροος Medium diacritics: ἡδύχροος Low diacritics: ηδύχροος Capitals: ΗΔΥΧΡΟΟΣ
Transliteration A: hēdýchroos Transliteration B: hēdychroos Transliteration C: idychroos Beta Code: h(du/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ἡδύχρους, ουν,

   A of sweet complexion, πρόσωπα IG14.2040.7; ἡδύχρουν μύρον a fragrant perfume, Dsc.1.58; τὸ ἡ. Androm. ap. Gal.14.52, Alex.Trall.7.3; hedychrum, Cic.Tusc.3.19.46.    II ἡδύχρους, also ἡδύπνους, ὁ, a lamb not yet weaned, Phot.

German (Pape)

[Seite 1155] zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόσωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων γλυκὺ χρῶμα, μέτωπα Ἀνθ. Π. παραρτ. 287· ἡδύχρουν μύρον, εὔοσμον μύρον, Διοσκ. 1. 61· τὸ ἡδ. ἐν Ἀλεξ. Τραλλ., hedychrum Cic. Tusc. ΙΙ. ἡδύχρους ἢ ἡδύπνους, ὁ, ἀμνὸς γαλαθηνός, σφαγεὶς πρὶν ἀπογαλακτισθῇ, agnus subrumus, «τὸ ἐν γάλακτι ὑπάρχον ἀρνίον καὶ μήπω γεγευμένον πόας, ὃ καὶ ἡδύπνουν λέγουσι» Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monotonic

ἡδύχροος: -ον (χρόα), συνηρ. -χρους, -ουν, αυτός που έχει γλυκό χρώμα, καθαρή επιφάνεια, απαλή και όμορφη επιδερμίδα, σε Ανθ.