ἰνώδης
English (LSJ)
[ῑ], ες,
A fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr.HP3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυ-ώδης, νευρ-ώδης)].
Greek Monotonic
ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.