κακόστρωτος

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστρωτος Medium diacritics: κακόστρωτος Low diacritics: κακόστρωτος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kakóstrōtos Transliteration B: kakostrōtos Transliteration C: kakostrotos Beta Code: kako/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.

German (Pape)

[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.

Greek Monolingual

κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].

Greek Monotonic

κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.