κατακονά

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, (κατακαίνω)

   A destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ . . βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.

Greek Monolingual

κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.

Greek Monotonic

κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.