Ἴων
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ωνος, ὁ, Ion, Hdt.7.94, 8.44, E.Ion 74, etc.: Ἴωνες, οἱ,
A the Ionians, v. Ἰάονες; of those who spoke the Ionic dialect, A.D.Pron. 4.22, al.: Ἰωνία, ἡ, their country, A.Pers.771.
Greek (Liddell-Scott)
Ἴων: -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ χώρα αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771.
French (Bailly abrégé)
1Ἴωνος;
adj. m.
d’Ionie, ionien ; οἱ Ἴωνες HDT les Ioniens, l’une des quatre tribus principales des Hellènes.
Étymologie: cf. Ἰάονες.
2Ἴωνος (ὁ) :
Iôn (Ion) h.
Greek Monotonic
Ἴων: -ωνος, ὁ, Ίων, γιος του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική φυλή, σε Ηρόδ.· οἱ Ἴωνες, οι Ίωνες.