κατακούω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A hear and obey, be subject, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι Hdt.3.88, cf. App.Syr. 55; τινος D.1.23, Arr.Fr.7J., App.Mith.57, Hierocl.in CA19p.461M. 2 give ear, listen to one, D.6.35; of eavesdroppers, Str.14.1.32. 3 hear plainly, τι E.Rh.553 (lyr.), Th.2.84, Pl.R.531a; τίνος; Ar.Ra.312, cf. Pl.Prt.330e; ὁ θυρωρὸς . . κατήκουεν ἡμῶν overheard us, ib.314c; κ. αὐλοῦντος Arist.EN1175b4: abs., Th.3.22.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. ἀκούω), hören, vernehmen; σύριγγος ἰάν Eur. Rhes. 553; Thuc. 3, 22; ἠχήν Plat. Rep. VII, 531 a; – τινός, ὁ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Prot. 314 c, vgl. 330 e; Dem. 1, 23; gehorchen, ἵν' αὐτοῦ κατακούοι τὰ παιδικά Plat. Riv. 133 b; Sp., wie App. Mithrid. 57; – τινί, gehorchen, unterthänig sein, Ἀράβιοι οὐδαμᾶ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσιν Her. 3, 88; App. Syr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰκούω: μέλλ. -σομαι, ἀκούω καὶ πείθομαι, ὑποτάσσομαι, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοδύνῃ Πέρσῃσι Ἡρόδ. 3. 88, πρβλ. Ἀππ. Συρ. 55· τινὸς Δημ. 15. 29, Ἀππ. Μιθρ. 57· πρβλ. κατήκοος. 2) μετὰ προσοχῆς ἀκούω ἢ δίδω ἀκρόασιν εἴς τινα, Δημ. 74. 6, Στράβ. 644· ἐπιμελητὴς χειροτονηθεὶς εὐσεβῶς κατήκουσε Ἐπιγρ. Dittenb. 647, 13. 3) ἀκούω σαφῶς, τι ἢ τινὰ Εὐρ. Ρῆσ. 553, Θουκ. 2. 84., 3. 22, Πλάτ. Πολ. 531Α· τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 312, Πλάτ. Πρωτ. 330 Ε· ὁ θυρωρὸς… κατήκουεν ἡμῶν, μᾶς ἤκουε κρυφίως, ἔβαλλεν αὐτί, ἐκρυφάκουεν, αὐτόθι 314C· κατακούειν τῶν λάθρᾳ καὶ ἐν ἀπορρήτῳ διαλεγομένων Στράβ. 14, 644· κ. τινὸς αὐλοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
f. κατακούσομαι;
1 entendre clairement : τι, τινος qch;
2 prêter l’oreille à, écouter, gén. ; fig. obéir à, dat. ou gén..
Étymologie: κατά, ἀκούω.
Greek Monolingual
κατακούω (Α)
1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.)
2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.)
3. ακούω προσεκτικά
4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός... κατήκουεν ἡμῶν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κατᾰκούω: μέλ. -σομαι,
1. ακούω και υπακούω, υποτάσσομαι σε κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν., τινός, σε Δημ.
2. ακούω με προσοχή ή δίνω ακρόαση σε κάποιον, στον ίδ.
3. ακούω καθαρά, τι ή τινά, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τινός, σε Αριστοφ.