κνισάω

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσάω Medium diacritics: κνισάω Low diacritics: κνισάω Capitals: ΚΝΙΣΑΩ
Transliteration A: knisáō Transliteration B: knisaō Transliteration C: knisao Beta Code: knisa/w

English (LSJ)

(κνῖσα)

   A fill with the savour of burnt sacrifice, κ. ἀγυιάς (never τὰς ἀγυιάς) make them steam with sacrifice, Ar.Eq.1320, Av.1233, Orac. ap. D.21.51; κ. βωμούς E.Alc. 1156; intr., κ. βωμοῖσι raise the steam of sacrifice on... Orac. ap. D. 21.52; κ. παρὰ τοὺς βωμούς Luc.JTr.22.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσάω: μέλλ. -ήσω, (κνῖσα) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς (οὐδέποτε τὰς ἀγυιάς), κάμνω αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28˙ κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156˙ ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5˙ κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνισσάω;
-ῶ :
1 faire brûler, pour un sacrifice, des viandes qui exhalent de la fumée;
2 remplir de fumée ou de l’odeur des viandes rôties : βωμούς EUR des autels.
Étymologie: κνῖσα.

Greek Monotonic

κνῑσάω: μέλ. -ήσω (κνῖσα), γεμίζω με τον αχνό και τη γεύση της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.