κοτυλήρυτος

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλήρῠτος Medium diacritics: κοτυλήρυτος Low diacritics: κοτυλήρυτος Capitals: ΚΟΤΥΛΗΡΥΤΟΣ
Transliteration A: kotylḗrytos Transliteration B: kotylērytos Transliteration C: kotylirytos Beta Code: kotulh/rutos

English (LSJ)

ον, (ἀρύω)

   A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34.    2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.

English (Autenrieth)

(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.

Greek Monolingual

κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ-ήρυτος, κυλικ-ήρυτος].

Greek Monotonic

κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.