κύρωσις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ,
A ratification, Th.6.103, Sammelb.4512 (ii B.C.), etc.; τῶν λεγομένων J.AJ4.8.44; πᾶσα . . ἡ κ. διὰ λόγων ἐστί Pl. Grg.450b.
German (Pape)
[Seite 1538] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.
Greek (Liddell-Scott)
κύρωσις: ῦ, εως, ἡ, (κυρόω) ἐπικύρωσις, Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sanction.
Étymologie: κυρόω.
Greek Monotonic
κύρωσις: [ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.