Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακόδερμος

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκόδερμος Medium diacritics: ὀστρακόδερμος Low diacritics: οστρακόδερμος Capitals: ΟΣΤΡΑΚΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: ostrakódermos Transliteration B: ostrakodermos Transliteration C: ostrakodermos Beta Code: o)strako/dermos

English (LSJ)

ον,

   A with a shell like a potsherd, hard-shelled, καρκίνοι Batr.295; ὀ. ζῷα testaceans or molluscs (excl. cuttle-fishes), opp. μαλακόστρακα, Arist.HA523b9, cf. 590a19, Thphr.HP4.6.8, Ath.3.89f, Jul.Or.6.193b; also of certain crabs, Arist.HA601a18; of eggs, ib.489b14.

German (Pape)

[Seite 400] mit harter Schaale, bes. von Schaalthieren; Batrach. 296; Arist. H. A. 1, 6 u. A.; νῶτον, mit harter Schaale, Ath. VII, 317 aus Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἢ περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, καρκίνοι Βατραχομυομ. 297· ἀντίθ. τῷ μαλακόστρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 11· ἐπὶ ᾠῶν, αὐτόθι 1. 65, 5· ― ὀστρακόδερμα, τά, ὡς τὸ ὀστρακηρά, ζῷα ἔχοντα περίβλημα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, ἴδε ἐν λ. μαλάκια, τά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une écaille en guise de peau.
Étymologie: ὄστρακον, δέρμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀστρακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα ή περίβλημα από όστρακο
νεοελλ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι οστρακόδερμοι
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων του παλαιοζωικού αιώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακόδερμα
ζωολ. όρος, μη ταξινομικός, που παλαιότερα δήλωνε όλα τα ζώα τα οποία φέρουν όστρακο, προστατευτικό κέλυφος, όπως είναι τα μαλάκια, τα καρκινοειδή, οι χελώνες, τα νωδά κ.ά.
αρχ.
(ιδίως για αβγά) αυτός που έχει σκληρό κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ερυθρό-δερμος].

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόδερμος: -ον (δέρμα), αυτός που έχει κέλυφος σαν κομμάτι από κεραμίδι, που έχει σκληρό κέλυφος, σε Βατραχομ.