ὀρτυγοκόπος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
German (Pape)
[Seite 387] ὁ, der Wachtelschläger, der das Spiel des Wachtelschlagens spielt, Ath. XI, 506 c, vgl. Schol. Ar. Av. 1297.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτῠγοκόπος: -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ παιδιά, ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ ἐρεθίζω αὐτόν, αὐτόθι, Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, ἔμπειρος εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. στυφοκόπος, καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. ὀρτυγοκόπος καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ παιδιά.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.
Étymologie: ὄρτυξ, κόπτω.
Greek Monolingual
ὀρτυγοκόπος -ον (Α)
ικανός στην παιδιά της ορτυγοκοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.
Greek Monotonic
ὀρτῠγοκόπος: -ον (κόπ-τω), αυτός που χτυπάει τα ορτύκια.