πανδαμάτωρ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
[μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω)
A the all-subduer, all-tamer, of sleep, Il.24.5, Od.9.373; of time, Simon.4.5, B.12.205, Epigr.Gr.1050 (Ephesus); π. δαίμων S.Ph. 1467 (anap.); κεραυνός Luc. Tim.2, etc.:—pecul. fem. πανδᾰμάτειρα, Orph.H.10.26, Epigr.Gr.434.6 (Petra), IG12(5).303 (Paros); πανδαμάτωρ μοῖρα Arist.Pepl.43.
German (Pape)
[Seite 457] ορος, ὁ, der Alles Bändigende, der Allbezwinger, vom Schlaf, Il. 24, 5 Od. 9, 373; δαίμων, Soph. Phil. 1453; χρόνος, Ep. ad. 375 b (App. 333); Herakles, Ep. ad. 286 (Plan. 99); κεραυνός, Luc. Tim. 2.
Greek (Liddell-Scott)
πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], ορος, ὁ, (δαμάω) ὁ τὰ πάντα δαμάζων, ἐπὶ τοῦ ὕπνου, Ἰλ. Ω. 5, Ὀδ. Ι. 373˙ ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 5˙ πανδαμάτωρ χρόνος Βακχυλ. XII (XIII), 205 Blass, Συλλ. Ἐπιγρ. 2976˙ πανδ. Δαίμων Σοφοκλ. Φ. 1467˙ κεραυνὸς Λουκ. Τίμ. 2, κτλ.˙ - θηλ. πανδαμάτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 26, Συλλ. Ἐπιγρ. 4667˙ ἀλλὰ πανδαμάτωρ μοῖρα Ἀριστ. Ἐπίγραμμ. 44.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui dompte tout, qui soumet tout.
Étymologie: πᾶν, δαμάω.
English (Autenrieth)
all-subduing, Il. 24.5 and Od. 9.373.
Spanish
Greek Monolingual
ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ
(κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ.
β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δαμάτωρ (< θ. δαμα- του δάμνημι «δαμάζω», βλ. λ. δάμνημι)].
Greek Monotonic
πανδᾰμάτωρ: [μᾰ], -ορος, ὁ (δαμάω), αυτός που υποτάσσει, δαμάζει τα πάντα, εξημερωτής των πάντων, σε Όμηρ., Σοφ.