παλίνδρομος

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδρομος Medium diacritics: παλίνδρομος Low diacritics: παλίνδρομος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: palíndromos Transliteration B: palindromos Transliteration C: palindromos Beta Code: pali/ndromos

English (LSJ)

ον,

   A running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς . . παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.

German (Pape)

[Seite 450] zurück-, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.

English (Slater)

παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.

Greek Monotonic

πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.