παραναλίσκω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: παραναλίσκω Low diacritics: παραναλίσκω Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: paranalískō Transliteration B: paranaliskō Transliteration C: paranalisko Beta Code: paranali/skw

English (LSJ)

or παρᾰνᾱλ-όω, fut. -ανᾱλώσω,

   A spend amiss, waste, squander, throw away, παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε D.Prooem. 21 ; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4, cf. J.BJ 3.7.13 ; ruin, τὴν πόλιν ib.2.21.7 :—Pass., of persons, to be sacrificed incidentally, παραναλώθησαν Plu.Lys.28, cf. D.S.14.5 ; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα LXX Nu. 17.12(27) : in Com., to be spent incidentally, pres. part. Pass. παραναλούμενος Antiph.164.5 : pf. παραναλωμένος Arched.2.11.

German (Pape)

[Seite 490] (s. ἀναλίσκω), dabei verwenden, verbrauchen, auch schlecht, auf verkehrte Weise, wider die wahre Absicht verwenden, παραναλίσκετε εἰς οὐδὲν δέον, Dem. 13, 4, vgl. prooem. 21, Luc. Gymnas. 38: Plut. oft u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν δέον ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

f. παραναλώσω, ao. Pass. παραναλώθην;
dépenser mal à propos ou en pure perte ; Pass. en parl. de pers. être sacrifié en pure perte.
Étymologie: παρά, ἀναλίσκω.

Greek Monolingual

ή παραναλόω Α
1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. παθ. παραναλίσκομαι
(για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα
4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος
δαπανώμαι τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀναλίσκω / ἀναλόω «ξοδεύω»].

Greek Monotonic

παρᾰναλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, ξοδεύω αλόγιστα, σπαταλώ, καταβροχθίζω, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, ξοδεύω ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ παραναλώθησαν, σε Πλούτ.