παρήϊον
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
τό (Ion. for παρεῖον, which is not in use), used in Il. as the sg. for παρειά (which Hom. uses only in pl.),
A cheek, Il.23.690 ; of the jaw of a wolf, πᾶσιν δὲ π. αἵματι φοινόν 16.159 : in pl., of a lion, παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν αἱματόεντα πέλει Od.22.404 ; in Ion. Prose, λουσαμένους παρήϊα prob. in IG12 (5).593.30 (Ceos, V B.C.). II π. ἔμμεναι ἵππων cheek-ornament of a bridle, Il.4.142.
German (Pape)
[Seite 520] τό, ion. statt des ungebrauchten παρεῖον, = παρειά; 1) Wange, Backe; Hom., eines Wolfs, Il. 16, 159, eines Löwen, Od. 22, 404; τοῖσι παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν καὶ γένυες κτύπεον, Ap. Rh. 2, 82; λευκά, der Venus, Democrit. ep. (Plan. 180). – 2) παρήϊον ἵππων, das Backenstück am Zaum oder am Pferdegeschirr, Il. 4, 142, sonst παραγναθίδιον, vgl. Poll. 1, 140.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 joue ou mâchoire d’un animal;
2 ornement sur la partie latérale d’une bride de cheval.
Étymologie: παρειά.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. παρειά, μάγουλο
2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά «μάγουλο» + επίθημα -ήϊον (πρβλ. πρυταν-ήϊον)].
Greek Monotonic
πᾰρήϊον: τό (Ιων. αντί παρεῖον, που δεν χρησιμοποιείται),
I. παρειά, μάγουλο, σαγόνι, σε Όμηρ.
II. παρήϊον, κόσμημα (στο χαλινάρι) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. παρειά.