περιοπτέος
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
α, ον, (περιοράω)
A to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168 ; ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39. 2 to be watched or guarded against, Th.8.48. II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.
German (Pape)
[Seite 585] adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσθαι ἐξίτηλον.
Greek (Liddell-Scott)
περιοπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ περιοράω, ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, περιαθρητέον, Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut observer : περιοπτέον ὅπως μή THC il faut veiller à ce que… ne.
Étymologie: περιοράω.
Greek Monotonic
περιοπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του περιοράω,
I. 1. αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται ανεκτός, με μτχ., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον, στον ίδ.
2. παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι εναντίον, σε Θουκ.
II. περιοπτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.