προανακρίνω

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανακρίνω Medium diacritics: προανακρίνω Low diacritics: προανακρίνω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: proanakrínō Transliteration B: proanakrinō Transliteration C: proanakrino Beta Code: proanakri/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A examine beforehand, of measures to be submitted to the vote of the people, opp. κρίνω, Arist.Pol.1298a31; conduct a preliminary investigation of lawsuits, opp. αὐτοτελεῖς κρίνειν, Id.Ath. 3.5.    II inquire beforehand of, τινα Phld.Vit.p.29 J.

German (Pape)

[Seite 706] vorher ausfragen, prüfen, Arist. pol. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προανακρίνω: [ῑ], ἐξετάζω πρότερον, ἐπὶ τῶν μέτρων ἅτινα πρέπει νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὴν ψῆφον τοῦ λαοῦ, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 7.

French (Bailly abrégé)

demander ou examiner d’abord.
Étymologie: πρό, ἀνακρίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀνακρίνω
υποβάλλω κάποιον σε προανάκριση
αρχ.
1. (για τα μέτρα που πρέπει να υποβληθούν στην ψήφο του λαού) εξετάζω κάτι προηγουμένως
2. κάνω προανάκριση.

Greek Monotonic

προανακρίνω: [ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, εξετάζω από πριν, λέγεται για μέτρα που πρέπει να ανατεθούν στην κρίση του λαού, σε Αριστ.