σαῦρος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὁ,= σαύρα, Hdt.4.183 (as v.l.), cf. Hp.Morb.3.11, Arist. HA503a22, Nic.Th.817. II horse-mackerel,= τραχοῦρος, Alex. 133.1, Arist.HA610b5, Gal.6.720.
Greek (Liddell-Scott)
σαῦρος: ὁ, = σαύρα (ὡς τὸ lacertus = lacerta, παρὰ Οὐεργιλ.), Ἡρόδ. 4. 183, Ἱππ. 58. 18., 490. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 322C κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· ἀλλαχοῦ τραχοῦρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 lézard, animal;
2 saurel, poisson de mer.
Étymologie: cf. σαύρα.
Greek Monolingual
ο / σαῡρος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς
αρχ.
1. σαύρα
2. το ψάρι σαυρίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. του σαύρα].