σκυλακεία

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκεία Medium diacritics: σκυλακεία Low diacritics: σκυλακεία Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: skylakeía Transliteration B: skylakeia Transliteration C: skylakeia Beta Code: skulakei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A breeding of dogs, Plu.Cat.Ma.5, Poll.5.51.

German (Pape)

[Seite 907] ἡ, das Hundehalten od. -pflegen, die Hundezucht, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλακεία: ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, Πολυδ. Ε΄ , 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éducation de jeunes chiens.
Étymologie: σκύλαξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυλακεύω
εκτροφή σκύλων.

Greek Monotonic

σκῠλᾰκεία: ἡ, εκτροφή σκύλων, σε Πλούτ.