σκυλακεία
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ,
A breeding of dogs, Plu.Cat.Ma.5, Poll.5.51.
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, das Hundehalten od. -pflegen, die Hundezucht, Plut. Cat. mai. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλακεία: ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, Πολυδ. Ε΄ , 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation de jeunes chiens.
Étymologie: σκύλαξ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σκῠλᾰκεία: ἡ, εκτροφή σκύλων, σε Πλούτ.