συγκοιμάομαι

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμάομαι Medium diacritics: συγκοιμάομαι Low diacritics: συγκοιμάομαι Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: synkoimáomai Transliteration B: synkoimaomai Transliteration C: sygkoimaomai Beta Code: sugkoima/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A sleep with, lie with, of the man, τινι Hdt.3.69, Lys.Fr.4; of the woman, A.Ag.1258, S.El.274, E.Ph.54; of an infant, συγκοιμάσθω τὸ βρέφος αὐτῇ Sor.1.106: abs., to be bedfellows, of children, Arr.Epict.2.22.13.    II metaph., σ. τοῖς πράγμασι, of an historian, Plb.12.26D.3; τῷ Ὀρέστῃ συγκεκοίμημαι D.C.60.28.

German (Pape)

[Seite 968] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμάομαι: παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., μετέχω τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. συγκοιμήσομαι, pf. συγκεκοίμημαι;
coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμάομαι.

Greek Monotonic

συγκοιμάομαι: Παθ., με μέλ. -ήσομαι, παρακ. -κεκοίμημαι· κοιμάμαι μαζί, πλαγιάζω με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.