σφιγκτήρ

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφιγκτήρ Medium diacritics: σφιγκτήρ Low diacritics: σφιγκτήρ Capitals: ΣΦΙΓΚΤΗΡ
Transliteration A: sphinktḗr Transliteration B: sphinktēr Transliteration C: sfigktir Beta Code: sfigkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A that which binds tight, lace, band, etc., κόμας σφιγκτῆρα . . κεκρύφαλον AP6.206 (Antip. Sid.); σ. δεσμός Nonn.D. 16.391.    II muscle closing an aperture which naturally remains in the state of contraction, AP12.7 (Strat.), Heliod. ap. Orib.44.23.55, Sor.1.16, Gal.UP4.19, Paul.Aeg.6.78.    III a Tarentine χιτών, prob. because laced tight to the body, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1051] ῆρος, ὁ, 1) das was zuschnürt, zubindet, womit man schnürt, bindet, Schnur, Band, bes. Arm-u. Kopfband, κόμης Antp. Sid. 21 (VI, 206). – 2) der runde Muskel an der Oeffnung des Afters zum Verschließen desselben, Strat. 6 (XII, 7). – 3) bei den Tarentinern eine Art Rock, χιτών, der mit einer Schnur zugezogen wurde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγκτήρ: ῆρος, ὁ, τὸ ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτῶς δένον, δεσμός, ταινία, Λατ. spinther ἢ μᾶλλον spinter, κόμας σφιγκτῆρα... κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 6. 206 σφ. δεσμὸς Νόνν. Δ. 16. 394. ΙΙ. μῦς κλείων ἄνοιγμά τι οἷος ὁ τῆς ἕδρας (spinter ani), ὅστις φύσει μένει συνεσταλμένος, «ὁ δὲ δακτύλιος, ἐντέρου μὲν τέλος, ὁδὸς δὲ τῶν ἐκ τῆς κοιλίας περιττῶν· οὐτωσὶ μὲν ἰδεῖν μεμυκώς, ἐπὶ δὲ πλεῖστον ἀνοιγόμενος· ὃν οἱ μὲν σφιγκτῆρα, οἱ δὲ σ. ἐφάνην καλοῦσι» Πολυδ. Β΄, 211, Ἀνθ, Π. 12, 7, Παῦλ. Αἰγ. κλπ. ΙΙΙ. «σφιγκτὴρ χιτών. Ταραντῖνοι» Ἡσύχ., πρβλ. συσφιγκτήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 lien, bandage, bandeau;
2 muscle annulaire de l’anus, sphincter.
Étymologie: σφίγγω.

Greek Monotonic

σφιγκτήρ: -ῆρος, ὁ, επίδεσμος, ταινία, μαντίλι, σε Ανθ.