ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.
τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.
dor. c. τηνίκα.
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.
τᾱνίκα: Δωρ. αντί τηνίκα.