ὑπέρπονος

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπονος Medium diacritics: ὑπέρπονος Low diacritics: υπέρπονος Capitals: ΥΠΕΡΠΟΝΟΣ
Transliteration A: hypérponos Transliteration B: hyperponos Transliteration C: yperponos Beta Code: u(pe/rponos

English (LSJ)

ον,

   A quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.

German (Pape)

[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épuisé par la fatigue ou la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπί-πονος)].

Greek Monotonic

ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.