χαλαζάω

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαζάω Medium diacritics: χαλαζάω Low diacritics: χαλαζάω Capitals: ΧΑΛΑΖΑΩ
Transliteration A: chalazáō Transliteration B: chalazaō Transliteration C: chalazao Beta Code: xalaza/w

English (LSJ)

   A hail, Luc.Bis Acc.2: metaph., fall thick as hail, Com.Adesp.314.    II (χάλαζα 11.1) to have pimples or tubercles, Ar.Eq.381; χαλαζῶσαι [ὕες] Arist.HA603b21.

German (Pape)

[Seite 1326] 1) hageln, behageln, Luc. bis acc. 2 u. a. Sp. – 2) Finnen im Fleische haben; Ar. Equ. 381; Arist. H. A. 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαζάω: ῥίπτω χάλαζαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2· πίπτω πυκνὸς ὡς χάλαζα, Κωμικ. Ἀνωνυμ. 123. ΙΙ. (χάλαζα ΙΙ. Ι) ἔχω ἐξανθήματα ἢ οἰδήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 381· χαλαζῶσαι ὕες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 21, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 777.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tomber en grêle;
2 être ladre, maladie des porcs.
Étymologie: χάλαζα.

Greek Monotonic

χᾰλαζάω:I. ρίχνω χαλάζι, σε Λουκ.
II. έχω εξάνθημα ή πρήξιμο, σε Αριστοφ.