χαλκεγχής

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεγχής Medium diacritics: χαλκεγχής Low diacritics: χαλκεγχής Capitals: ΧΑΛΚΕΓΧΗΣ
Transliteration A: chalkenchḗs Transliteration B: chalkenchēs Transliteration C: chalkegchis Beta Code: xalkegxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la lance d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν-εγχής].

Greek Monotonic

χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.