Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάσμημα

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμημα Medium diacritics: χάσμημα Low diacritics: χάσμημα Capitals: ΧΑΣΜΗΜΑ
Transliteration A: chásmēma Transliteration B: chasmēma Transliteration C: chasmima Beta Code: xa/smhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a wide yawn or gape, Ar.Av.61.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, das Gähnende, Aufklaffende, die Oeffnung des weit aufgesperrten Mundes, Ar. Av. 61.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμημα: τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος τοῦ χασμωμένου, Λατ. rictus, Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ χασμήματος, «ἐπεὶ πρόσωπον ὀρνέου ἐποίησεν ὁ ὑποκριτὴς ἔχοντος τὸ ῥάμφος κεχηνός, διὰ τοῦτο εἶπε χασμήματος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 61.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
large bec.
Étymologie: χασμάομαι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χασμῶμαι
νεοελλ.
φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη του στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής
αρχ.
το άνοιγμα στόματος που χάσκει.

Greek Monotonic

χάσμημα: τό, μεγάλο χασμουρητό, Λατ. rictus, σε Αριστοφ.