ψηλάφημα

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηλᾰφημα Medium diacritics: ψηλάφημα Low diacritics: ψηλάφημα Capitals: ΨΗΛΑΦΗΜΑ
Transliteration A: psēláphēma Transliteration B: psēlaphēma Transliteration C: psilafima Beta Code: yhla/fhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A touch, Ph.1.597; caress, X.Smp.8.23.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλάφημα: τό, ψηλάφησις, «πασπάτευμα», Φίλων 1. 597· θωπεία, «χάϊδευμα», Ξεν. Συμπ. 8. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
attouchement.
Étymologie: ψηλαφάω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ψηλαφώ
1. η ψηλάφηση
2. θωπεία, χάιδεμα.

Greek Monotonic

ψηλάφημα: -ατος, τό, άγγιγμα, χάδι, ψηλάφηση, σε Ξεν.