χρόα
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ἡ,
A v. χροιά.
χρόα, χροΐ,
A v. χρώς.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, = χροιά, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
χρόα: ἡ, Ἀττ. Τύποις καὶ μεταγεν. ἀντὶ τοῦ χροιά, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
litt. ce qui peut être frotté ou enduit, d’où
I. en gén. surface d’un corps, chez les Pythagoriciens la surface et les dimensions d’un corps;
II. particul. surface du corps humain, d’où
1 peau ; p. ext. corps;
2 couleur de la peau, coloration, teint.
Étymologie: contr. de χροιά, cf. χρώς.
2acc. poét. de χρώς.
English (Autenrieth)
see χρώς.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. χροιά.
Greek Monotonic
χρόα: ἡ, Αττ. και μεταγεν. τύπος του χροιά.
• χρόα: χροΐ, ετερόκλ. αιτ. και δοτ. του χρώς.