ἀντοικτείρω

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

German (Pape)

[Seite 264] wieder bemitleiden, Eur. Ion. 312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοικτείρω: οἰκτείρω τὸν οἰκτείραντά με, καὶ αὐτὸς λυποῦμαι δι’ αὐτόν, ἡμεῖς σ’ ἄρ’ αὖθις, ὦ ξέν’, ἀντοικτείρομεν Εὐρ. Ἴων 312.

French (Bailly abrégé)

c. ἀντοικτίρω.

Greek Monotonic

ἀντοικτείρω: μέλ. -ερῶ, οικτίρω με τη σειρά μου, τινά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοικτείρω: Eur. = ἀντοικτίζω.