ξυνόφρων

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνόφρων Medium diacritics: ξυνόφρων Low diacritics: ξυνόφρων Capitals: ΞΥΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: xynóphrōn Transliteration B: xynophrōn Transliteration C: ksynofron Beta Code: cuno/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A friendly-minded, of Apollo, AP9.525.15.

German (Pape)

[Seite 282] ονος, gleiches Sinnes für Alle, Apollo, Hymn. (IX, 525, 15).

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φίλα φρονῶν, Ἀνθ. Π. 9. 525, 15.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a les mêmes sentiments pour tous (ép. d’Apollon).
Étymologie: ξυνός, φρήν.

Greek Monolingual

ξυνόφρων, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει όμοια γνώμη για όλους, την ίδια φιλική διάθεση προς όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει φιλική διάθεση, συναινετική διάθεση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνόφρων: 2, gen. ονος одинаково благосклонный ко всем (эпитет Аполлона) Anth.