περικάρδιος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάρδιος Medium diacritics: περικάρδιος Low diacritics: περικάρδιος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: perikárdios Transliteration B: perikardios Transliteration C: perikardios Beta Code: perika/rdios

English (LSJ)

ον, καρσία)

   A about or around the heart, αἷμα Emp.105.3 ; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.) ; σκέπασμα ib. 18.

German (Pape)

[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)].

Russian (Dvoretsky)

περικάρδιος: околосердечный (αἷμα Emped.).