ἀξιοσπούδαστος

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοσπούδαστος Medium diacritics: ἀξιοσπούδαστος Low diacritics: αξιοσπούδαστος Capitals: ΑΞΙΟΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: axiospoúdastos Transliteration B: axiospoudastos Transliteration C: aksiospoydastos Beta Code: a)ciospou/dastos

English (LSJ)

ον,

   A worthy of zealous endeavours, X.Lac.10.3 (Comp.), Plu. 2.5d.

German (Pape)

[Seite 270] des Eifers u. der Anstrengungwerth, Xen. Lac. 10, 3; Plut. ed. lib. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοσπούδαστος: -ον, ἄξιος σπουδῆς ἢ ἐπιμελείας, Ξεν. Λακ. 10. 3, Πλούτ. 2. 5C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de soin ou de recherche.
Étymologie: ἄξιος, σπουδάζω.

Spanish (DGE)

-ον
digno de esfuerzo, que requiere esfuerzo οἱ ἀγῶνες οἱ τῶν ψυχῶν ἢ οἱ τῶν σωμάτων ἀξιοσπουδαστότεροι X.Lac.10.3, τὰ μὲν ἄλλα τῶν ἀγαθῶν ... οὐκ ἀξιοσπούδαστα Plu.2.5c, cf. Alex.Aphr.in Metaph.167.20, D.C.57.73.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοσπούδαστος, -ον)
αυτός για τον οποίο αξίζει να καταβληθεί φιλότιμη προσπάθεια.

Greek Monotonic

ἀξιοσπούδαστος: -ον (σπουδάζομαι), άξιος σπουδής ή επιμέλειας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοσπούδαστος: заслуживающий усердия, стоящий труда (ἄγῶνες τῶν ψυχῶν Xen.; ἀγαθά Plut.).