ἀπεικότως
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἀπεικώς,
A v. ἀπέοικα.
German (Pape)
[Seite 283] unpassend. ungebührlich, mit Unrecht, ἔχειν τι Thuc, 1, 73; οὐκ ἀπ., natürlich, 2, 8. 8, 68, s. ἀπέοικα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικότως: ἀπεικώς, ἴδε ἐν λ. ἀπεοικώς.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans vraisemblance;
2 sans raison, à tort.
Étymologie: ἀπεικώς.
Spanish (DGE)
v. ἀπέοικα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεικότως: неправильно, несправедливо: οὐκ ἀ. Thuc., Plut. не без оснований, по справедливости, вполне естественно.