φώριος

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώριος Medium diacritics: φώριος Low diacritics: φώριος Capitals: ΦΩΡΙΟΣ
Transliteration A: phṓrios Transliteration B: phōrios Transliteration C: forios Beta Code: fw/rios

English (LSJ)

ον, (φώρ)

   A stolen: τὰ φ. stolen goods, IG5(2).445.13 (Megalopolis, ii/i B. C.), Luc.Herm.38, Philops.20, Tox.28, Jul.Or.2.52c, Chor.p.72 B.; ἄγρη Eratosth.4.    II metaph., secret, clandestine, εὐνή Theoc. 27.68; λέκτρα, βλέμμα, AP5.218 (Paul.Sil.), 220 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1323] gestohlen; – übertr., heimlich, verstohlen, εὐνή Theocr. 27, 67; λέκτρα, βλέμμα, Paul. Sil. 1. 31 (V, 219. 221).

Greek (Liddell-Scott)

φώριος: -ον, (φὼρ) κλοπιμαῖος, τὰ φ., κλοπιμαῖα πράγματα, Λουκ. Ἑρμότ. 38, Φιλοψ. 20, Τόξαρ. 28. 2) μαρτυρίαἀπόδειξις πράξεως, Λατ. corpus delicti, τὰ φ. τοῦ ἀδικήματος Θεμίστ. 314Α. ΙΙ. μεταφορ., κρύφιος, λαθραῖος, εὐνὴ Θεόκρ. 27. 67· λέκτρα, βλέμμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 219, 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient d’un vol ; τὰ φώρια produit d’un vol;
2 furtif.
Étymologie: φώρ.

Greek Monolingual

-ον, Α φώρ
1. κλεμμένος
2. μτφ. κρυφόςφώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον
4. το αρσ. ως ουσ. φώριος
τόπος απόκρυψης αντικειμένων.

Greek Monotonic

φώριος: -ον (φώρ),
I. κλεμμένος· τὰ φώρια, κλεμμένα αγαθά, σε Λουκ.
II. μεταφ., μυστικός, κρυφός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

φώριος: 1) ворованный, краденый Luc.; φ. εὐνή Theocr. и φώρια λέκτρα Anth. чужое ложе;
2) воровской, т. е. бросаемый украдкой (βλέμμα Anth.).