χρυσοκόμης

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμης Medium diacritics: χρυσοκόμης Low diacritics: χρυσοκόμης Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗΣ
Transliteration A: chrysokómēs Transliteration B: chrysokomēs Transliteration C: chrysokomis Beta Code: xrusoko/mhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρῡσο-κόμας, α, ὁ,

   A golden-haired, epith. of Dionysus, Hes.Th. 947; of Eros, Anacr.14, E.IA548 (lyr.); of Apollo, Tyrt.3.4, B. 4.2, E.Supp.975 (lyr.), Ar.Av.217 (anap.); ὁ X., abs. for Apollo, Pi.O.6.41, 7.32, E.Tr.254 (lyr.).    II with golden ornaments in the hair, Luc.Gall.13.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, dor. χρυσοκόμας, der Goldhaarige; Beiw. des Dionysos, Hes. Th. 947; des Apollo, Pind. Ol. 6, 41. 7, 32; Ar. Av. 219; Eur. Suppl. 1000; Ἔρως, I. A. 548; Hymenaios, Philp. 54 (Plan. 177).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμης: -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ χρυσοκόμης ἀπολ., ὁ Ἀπόλλων, Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς κόμης, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 aux cheveux d’or;
2 qui a des ornements d’or dans ses cheveux.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

de aúrea cabellera

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α
χρυσομάλληςχρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα
2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης
ο Απόλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.

Greek Monotonic

χρῡσοκόμης: -ου, ὁ, Δωρ. -κόμας, -α, ὁ (κόμη
I. χρυσά μαλλιά, σε Ησίοδ., Ευρ.· ὁ χρυσοκόμης, απόλ., λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αυτός που έχει χρυσά στολίδια στα μαλλιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμης: ου, дор. χρῡσοκόμᾱς, ᾱ adj. m
1) златокудрый (Διόνυσος Hes.; Ἔρως Anacr., Eur.; Ἀπόλλων Eur., Arph.);
2) с золотыми украшениями в волосах Luc.