ἄϊδρις

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊδρις Medium diacritics: ἄϊδρις Low diacritics: άϊδρις Capitals: ΑΪΔΡΙΣ
Transliteration A: áïdris Transliteration B: aidris Transliteration C: aidris Beta Code: a)/i+dris

English (LSJ)

ι, gen. ιος and εος, poet. Adj.

   A unknowing, ignorant, Il.3.219, Pi.P.2.37; often c. gen., Od.10.282, Hes.Sc.410, A.Ag.1105, etc.; also ἄιδρος, ον, Alc.Oxy.1789Fr.6, Ion Trag.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊδρις: ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. μετὰ γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα εἶναι φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος ou εος;
ignorant.
Étymologie: ἀ, ἴδρις.

Spanish (DGE)



• Morfología: [gen. sg. -εος, pero -εως Eust.676.17, ac. plu. ἀίδριας Bucol.Fr.Pap.Vind.24]
ignorante, desconocedor ἀίδρεϊ φωτὶ ἐοικώς Il.3.219, ἀνήρ Pi.P.2.37, cf. Thgn.683, Hp.Ep.17.9, S.OC 548, Nic.Al.397, Aret.CA 1.10.20, Luc.Dom.17, νομῆες Bucol.Fr.l.c., c. ac. πάντα ignorante en todas las cosas S.Ai.911, pero más frec. c. gen. χώρου Od.10.282, Hes.Sc.410, μαντευμάτων A.A.1105, κακῶν A.Supp.453, ὁδῶν A.R.4.50, τῶν ἀποσχισίων Aret.CA 2.2.3.

Greek Monotonic

ἄϊδρις: -ι, γεν. -ιος και -εος (*εἴδω), ποιητ. επίθ., αυτός που δεν γνωρίζει, μη πληροφορημένος, αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, αμαθής, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἄϊδρις: gen. ιος и εος не знающий, незнакомый, несведущий (φώς Hom.; ἀνήρ Pind.; τινος Hom., Hes., Aesch.): ἄ. εἰς τόδ᾽ ἦλθον Soph. я сделал это по неведению; οὐκ ἂν ἄ. ὑπείποις Soph. ты знаешь (это) и мог бы (об этом) рассказать.