ἐξ

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

German (Pape)

[Seite 861] praepos., statt ἐκ (w. m. s.), vor Vokalen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξ: Λατ. ex, ὁ πλήρης τύπος τῆς προθ. ἐκ, διαμείνας πρὸ φωνήεντος εἴτε ἐν συντάξει εἴτε ἐν συνθέσει, ὡσαύτως καὶ πρό τινων συμφώνων· οἷον. ἐξ σέθεν Συλλ. Ἐπιγρ. 2292· ἐξ Σμύρνης 3137. 11, 81· ἐξ Ρηνείας 158. 26· ὡσαύτως ἐν τέλει στίχου μετὰ τὴν ἰδίαν πτῶσιν, κακῶν ἐξ Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Θεόκρ. 22. 30.

French (Bailly abrégé)

v. ἐκ.

Spanish (DGE)

v. ἐκ.

Greek Monotonic

ἐξ: Λατ. ex, τύπος της πρόθ. ἐκ, πριν από φωνήεν και πριν από ορισμένα σύμφωνα, όπως τα , σ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξ: перед гласным = ἐκ.